- στελέχεσι
- στέλεχοςcrown of the rootneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκρεμάννυμι — Α·1. κρεμώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο ή από κάτι άλλο («ὅταν θήκας προσκρεμῶσι τοῑς στελέχεσι», Γεωπ.) 2. κρεμιέμαι, εξαρτώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] … Dictionary of Greek